Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἠθητῆρος — ἠθητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθητήρας — ο (Α ἠθητήρ, ῆρος) [ηθώ] το όργανο με το οποίο διηθούμε, διυλίζουμε, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι … Dictionary of Greek